ποτελεῖ ἀδιαμφισβήτητη πραγματικότητα καί τεκμηριωμένη ἱστορική ἀλήθεια, ἡ οὐσιαστική προσφορά τῆς Ἐκκλησίας στόν ποικιλοτρόπως δοκιμαζόμενο Λαό τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἐν Δωδεκανήσῳ Ἐπαρχίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἰδικότερα, δέν ἀπετέλεσαν ἐξαίρεση στόν κανόνα τοῦτο καί ἐμπνεόμενες μάλιστα ἀπό τήν θυσιαστική πορεία τῆς Ἐθναρχούσας Μεγάλης του Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἦταν παροῦσες στίς δύσκολες ἐθνικές συγκυρίες τῶν σκλαβωμένων παιδιῶν τους, διαδραματίζοντας καίριο καί οὐσιαστικό ρόλο σ’ ὅλες τίς ἐκφάνσεις ζωῆς τοῦ ποιμνίου τους.
Ἡ μελέτη τοῦ διασωθέντος ἀξιόλογου Ἀρχείου τῆς μέχρι πρό τίνος «Ἀρχιερατικῆς Ἐπιτροπείας Σύμης», τό ὁποῖο κληροδοτήθηκε εἰς τήν νεοσύστατη Ἱερά Μητρόπολή μας, ἀποκαλύπτει τήν ἀνεκτίμητη προσφορά τῆς Ἐκκλησίας τῆς σημερινῆς Μητροπολιτικῆς μας ἕδρας στόν Ὀρθόδοξο ὑπόδουλο Λαό τοῦ νησιοῦ, πού κυριολεκτικά στύγναζε γιά αἰῶνες ὑπό τό κράτος βίας τῶν ἑτεροδόξων καί ἀλλοδόξων κατακτητῶν. Ἀνάλογες πρακτικές βεβαίως, ἴσχυαν καί στά ἄλλα νησιά τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας Ἐπαρχίας, ὅπως ἐπίσης καί γενικότερα σ’ ὅλα τά ὑπόλοιπα του Δωδεκανησιακοῦ συμπλέγματος.
Εἰδικότερα στήν Σύμη κεντρικό πρόσωπο καί φορέας διοικήσεως τά δύσκολα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, ἦταν ἐκτός τῆς Δημογεροντίας, ὁ Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος, ὁ ὁποῖος ἔφερε τήν Ἱερατική ἰδιότητα, ὡς Κληρικός τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Ρόδου, ὑπό τήν πνευματική δικαιοδοσία τῆς ὁποίας ὑπαγόταν καί ἡ Σύμη. Ὁ Μητροπολίτης Ρόδου εἶναι τό σταθερό σημεῖο ἀναφορᾶς του, τό πρόσωπο τό ὁποῖο ἀποφαίνεται γιά κάθε θέμα, δίδει ὁδηγίες καί ἐντολές, ἐλέγχει τήν ἐκτέλεσή τους, ἐπιβραβεύει ἤ ἐπιτιμᾶ τίς ἐνέργειες τοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου καί τῶν κατοίκων τοῦ νησιοῦ.
Ἡ Ἀρχιερατική Ἐπιτροπεία λοιπόν, ὑπῆρξε τό κέντρο διοικήσεως καί ἐκπορεύσεως κάθε ἐξουσίας γιά τούς ὑποδούλους «μή μουσουλμάνους» κατοίκους τοῦ νησιοῦ. Ὁ Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος συγκέντρωνε στά χέρια του ἕνα πλῆθος ἁρμοδιοτήτων καί ἐξουσιῶν, οἱ ὁποῖες, πέραν τῶν θρησκευτικῶν θεμάτων, ρύθμιζαν ζητήματα ὅλου τοῦ φάσματος τῆς καθημερινῆς ζωῆς τῶν Συμαίων. Ἡ μελέτη τῶν ἐγγράφων πού διασώζονται ἀποκαλύπτει καί σκιαγραφεῖ τό πρόσωπο αὐτῆς τῆς πνευματικῆς «ἐξουσίας»: Ὁ ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος συγκατατίθεται ἤ ἀκυρώνει τήν τέλεση γάμων, συμφιλιώνει φιλονικοῦντες παρεμβαίνει καί ἐλέγχει τήν ἐκτέλεση διαθηκῶν, δικάζει καί ἀποδίδει δικαιοσύνη, ἐπισκοπεῖ στά ἐκπαιδευτικά θέματα, ἀποφαίνεται ἐγγράφως γιά τήν τιμή καί τήν ὑπόληψη ἀτόμων, ἀναγγέλει εἰδήσεις Συμαίων τοῦ ἐξωτερικοῦ στούς αὐτόχθονες συγγενεῖς τους, ἐπικυρώνει ἐνοικιάσεις καί πωλήσεις ἀκινήτων, μαρτυρεῖ δανεισμούς χρημάτων καί εἰδῶν, ἐκδίδει πιστοποιητικά ἐλευθερογαμίας, διακανονίζει τήν ἐπιστροφή ἀντικειμένων καί ἐν γένει περιουσιακῶν στοιχείων ἀπό τήν διάλυση συνοικεσίων ἤ ἀρραβώνων κ.λπ.
Οἱ περισσότερες δικαιοπρακτικές αὐτές Πράξεις λαμβάνονται ἀπό τό λεγόμενο Πνευματικό Δικαστήριο, τοῦ ὁποίου Πρόεδρος εἶναι ὁ ἴδιος, καί ὡς μέλη μετέχουν ἄλλοι Ἱερεῖς καί εὐυπόληπτοι κάτοικοι, οἱ ὁποῖοι ἐκπροσωποῦν ὁλόκληρο τό νησί. Οἱ ἐξουσίες αὐτές τοῦ Πνευματικοῦ Δικαστηρίου ἐκπηγάζουν τόσο ἀπό τά προνόμια τά ὁποῖα οἱ Τοῦρκοι ἀλλά καί οἱ Ἰταλοί ἀργότερα εἶχαν ἀναγνωρίσει γενικά στίς ἐκκλησιαστικές Ἀρχές τῶν Ἑλλήνων, ὅσο καί ἀπό τήν ἀποδοχή τοῦ προσώπου τοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου ἀπό τούς κατοίκους, ὡς ἁρμοδίου καί ἀπροσωπολήπτου κριτῆ γιά τήν ἐπίλυση τῶν παντοειδῶν προβλημάτων τους. Ἀκόμα οἱ ἑλληνικές Κοινότητες τῶν γειτονικῶν νησιῶν, τῆς μητέρας Ἑλλάδας, ἀλλά καί ἐκτός αὐτῆς π.χ. τῆς Ἀλεξάνδρειας τῆς Αἰγύπτου τῆς Μ. Ἀσίας κ.τ.λ. συνδιαλέγονται μαζί του σέ κάθε περίπτωση.
Στό Δικαστήριο αὐτό, μποροῦν νά προσφύγουν ὅλοι οἱ Χριστιανοί κάτοικοι γιά τήν ἐκδίκαση ὑποθέσεών τους, πού ἀναφέρονται γενικά στήν οἰκογενειακή ζωή (συζυγικές διαφορές, διάλυση ἀρραβώνα, προστασία περιουσίας ὀρφανῶν κ.λπ.). Γιά τήν ἐκδίκαση ὁποιασδήποτε ὑποθέσεως ὁ ἐνδιαφερόμενος ὑπέβαλε ἀγωγή κατά τῶν ἀντιδίκων, ἡ ὁποία ἐκδικαζόταν σέ τακτική δημόσια συνεδρίαση, τά πρακτικά τῆς ὁποίας κρατοῦνταν σέ εἰδικό Κατάστιχο. Οἱ δέ ἀποφάσεις γίνονταν σεβαστές, ἀπό κάθε ἄλλη Ἀρχή ἤ πρόσωπο.
Γενικότερα τά ἔγγραφα τοῦ ἀρχείου εἶναι χαρακτηριστικά τῶν ἠθῶν καί τῶν ἀξιῶν πού κυριαρχοῦν τούς αἰῶνες αὐτούς στήν μικρή κοινωνία τοῦ νησιοῦ καί διαπραγματεύονται εὐρεία περιοχή θεμάτων: Στά ἐνδιαφέροντά τους συμπεριλαμβάνονται: ἐποπτεῖες προσωπικῶν διαφορῶν καί συναλλαγῶν, βεβαιώσεις ἐλευθερογαμίας, ἔλεγχος δυνατότητος συνάψεως γάμου, διαλύσεις μνηστείας, διακανονισμοί περιουσιακῶν στοιχείων, σχέσεις τοῦ νησιοῦ μέ τόν ἐκτός Σύμης κόσμο, ἐκδικάσεις δικαστικῶν ὑποθέσεων, συμβόλαια κατασκευῆς πλοίων, ἔλεγχοι διαγωγῆς καί συμπεριφορᾶς ἀτόμων κ.λπ.
Ἀριθμός ἐπίσης προικοσυμφώνων ὄχι εὐκαταφρόνητος, διασώθηκε καί παραμένει στό Ἀρχεῖο τῆς Ἀρχιερατικῆς Ἐπιτροπείας Σύμης. Τά ὑπόλοιπα, τῶν ὁποίων ἡ τύχη ἀγνοεῖται, κατακρατήθηκαν σέ ἄδηλο χρόνο, προφανῶς, ἀπό τούς ἄμεσα ἐνδιαφερόμενους. Τά προικοσύμφωνα ἀποτελοῦσαν στήν ἐποχή τους, ἀποδεικτικά στοιχεῖα μεταβίβασης καί συνακόλουθα κατοχῆς περιουσιακῶν στοιχείων, ἡ δέ παρουσία τοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου κατά τήν σύνταξή τους καί ἡ ἐπισφράγιση τῆς γνησιότητάς τους μέ τήν τοποθέτηση τῆς ὑπογραφῆς του, τούς ἔδιδαν ἰσχύ δημοσίου ἐγγράφου. Τά προικοδοτούμενα εἶναι συνήθως σπίτια, καί κτήματα, ἐνίοτε σκάφη καί ἔπιπλα, καθώς ἐνδύματα καί ἀντικείμενα οἰκιακῆς χρήσεως (μαχαιροπήρουνα, πιάτα, ποτήρια καί ἄλλα συναφῆ σκεύη) εὐτελοῦς σήμερα ἀξίας.
Ἐντυπωσιακό στοιχεῖο τέλος πού δεικνύει τήν πίστη καί τήν συνακόλουθη σ’ αὐτήν ζωή τῶν Συμαίων, εἶναι ἡ συνηθέστατη ἔναρξη τῶν Προικοσυμφώνων:
«Ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ εὐλογήσαντος τόν Γάμον ἐν Κανᾷ τῆς Γαλιλαίας, ἡμεῖς οἱ ὑποφαινόμενοι…… ἐκδίδοντες τήν θυγατέρα μας (δεῖνα) εἰς νόμιμον Γάμον μετά τοῦ (δεῖνα), προικίζομεν αὐτοῖς τά ἑξῆς:…», ἤ «Ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγίας Τριάδας, ἀρραβωνίζοντες σήμερον τήν θυγατέρα μας (δεῖνα) μετά τοῦ (δεῖνα), δίδομεν λόγῳ προικός τά ἀκόλουθα:…» καί «Μέ τήν εὐχήν τοῦ Παναγάθου Θεοῦ καί τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ἐπισυνάπτομεν εἰς Γάμου κοινωνίαν καί προικοδοτοῦμεν (ὄνομα πατρός) καί ἡ σύζυγος αὐτοῦ (ὄνομα μητρός), εἰς τήν θυγατέρα μας (δεῖνα), μετά τοῦ (ὄνομα νυμφίου), τά ἑξῆς:…».