ό Μοναστήρι εἶναι σκαρφαλωμένο στό ὑψόμετρο τῶν 270 μ. πάνω ἀπό τήν στάθμη τῆς θάλασσας, στήν δυτική πλευρά τοῦ νησιοῦ, στό γραφικό ὕψωμα «Κρύαλλος». Ἡ θέση του προφανῶς τοῦ ἐξασφάλιζε προστασία ἀπό τίς συχνές πειρατικές ἐξορμήσεις, ἀφοῦ ἀπό τήν πλευρά τῆς θάλασσας, ἡ πρόσβαση εἶναι ἀδύνατη. Ἱδρύθηκε, σύμφωνα μέ τήν λαϊκή παράδοση, ἀπό τόν Ἱερομόναχο Ἰωνᾶ πού καταγόταν ἀπό τήν Κρήτη, ὁ ὁποῖος κατά τήν διάρκεια προσκυνηματικοῦ ταξιδιοῦ του στούς Ἁγίους Τόπους, ναυάγησε στήν Τῆλο. Ὑπακούοντας στόν Ἅγιο Παντελεήμονα πού τοῦ ἐμφανίστηκε σέ ὄνειρο, ἔθεσε τόν θεμέλιο λίθο τῆς Μονῆς Του, ἡ ὁποία μέ τήν πάροδο τῶν αἰώνων ἀπέκτησε μεγάλη ἀκμή καί πνευματική αἴγλη.
Ὁ χρόνος τῆς ἱδρύσεως δέν μπορεῖ μέ σαφήνεια νά προσδιορισθεῖ. Κατά μία ἄποψη ἴσως καί νά ἀνάγεται στόν 14ο αἰ. Ἡ πρώτη ὡς τόσον ἱστορική ἔγγραφη μαρτυρία γιά τήν ὕπαρξη τῆς Μονῆς εἶναι τοῦ ἔτους 1596 καί πρόκειται γιά ἕνα τουρκικό σουλτανικό φιρμάνι, τό ὁποῖο ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι αὐτή προϋπῆρχε πρό τῆς Ὀθωμανικῆς κατακτήσεως τῶν Δωδεκανήσων, γεγονός πού συνέβη τό ἔτος 1522. Μία ἄλλη ἐκδοχή, συσχετίζει τήν ἐπαν-ίδρυσή; της μέ τήν μεγάλη νίκη τῶν Χριστιανῶν κατά τῶν Τούρκων πού πολιορκοῦσαν τήν Ρόδο τό ἔτος 1480. Ἡ τραγική ἧττα τῶν τελευταίων συντελέστηκε τήν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου (27 Ἰουλίου), ὅταν ἔχασαν 3.500 ἄνδρες καί ἐτράπησαν σέ φυγή. Μεταξύ τῶν νικητῶν ὑπῆρξαν καί Τήλιοι πού κατοικοῦσαν εἴτε μόνιμα στήν Ρόδο, εἴτε εἶχαν μεταφερθεῖ ἐκεῖ νωρίτερα γιά ἀσφάλεια καί ἐνίσχυση τῆς μεγαλονήσου. Ὅλοι αὐτοί εἶχαν τήν ἀπόλυτη βεβαιότητα καί πίστη, ὅτι ἡ νίκη ἦταν τοῦ Ἁγίου, ὅπως ἀκριβῶς πίστευαν ἀντίστοιχα καί οἱ κάτοικοι τῆς Ρόδου, οἱ ὁποῖοι μάλιστα οἰκοδόμησαν καί Ναό στήν μνήμη του, πού σώζεται κοντά στά μεσαιωνικά τείχη τῆς πόλεως μέχρι σήμερα. Ἔτσι λοιπόν ἐπιστρέφοντας στήν Τῆλο, πολύ πιθανόν νά μιμήθηκαν τούς Ροδίους, ἐπανιδρύοντας τήν διαλελυμένη τότε Μονή τοῦ μεγάλου τους προστάτη.
Ἔκτοτε τό Μοναστήρι γνωρίζει ἐποχές δόξας. Εἰδικότερα κατά τόν 16ο αἰ. ἀρχίζει μιά μεγάλη οἰκοδομική δραστηριότητα μέ βασικά ἔργα ὑποδομῶν πού παρέχουν στήν Μονή αὐτάρκεια καί αὐτονομία. Ἐκδίδονται πλῆθος τουρκικές οἰκοδομικές ἄδειες καί τό Μοναστηριακό συγκρότημα ἀποκτᾶ φρουριακή μορφή. Ἐντυπωσιακός παραμένει ὁ πανύψηλος πύργος του, πού πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε γιά ἀμυντικούς σκοπούς.
Τό σημερινό Καθολικό ἐμπλουτίζεται μέ ἰδιαίτερο ξυλόγλυπτο τέμπλο, πού χρονολογεῖται σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή του τό ἔτος 1714, ἐπί ἡγουμενείας τοῦ ἱερομονάχου Μητροφάνη. Τό ἔτος 1776 ὁ πολύς Γρηγόριος ὁ Συμαῖος ἁγιογραφεῖ τόν Ναό, μέ τήν χαρακτηριστική τεχνοτροπία τῆς Συμαϊκῆς ἁγιογραφικῆς παραδόσεως. Τό Μοναστήρι ἀποκτᾶ ἐλαιοτριβείο στήν Κάλυμνο, ἀγοράζει ἐκτάσεις καί ποιμνιοστάσια, προμηθεύεται δικό του σκάφος, διευκολύνει μέ δανεισμό χρημάτων πλοιοκτήτες διπλανῶν νησιῶν, ἀποστέλλει Μοναχούς μέχρι τίς Ρωσικές πόλεις τοῦ Εὐξείνου Πόντου, καί ἔχει τόν πρώτιστο λόγο γιά τά δρώμενα στό νησί.
Ἡ μεγάλη οἰκονομική δύναμη καί εὐμάρεια τῆς Μονῆς, τῆς ἐπιτρέπει νά ἀσκεῖ ἀφειδώλευτα τό Ἐκκλησιαστικό καί κοινωνικό της ἔργο: μεριμνᾶ γιά τήν παιδεία ἀναλαμβάνοντας τήν δαπάνη λειτουργίας Σχολείου, ἱδρύει Δημοτικό φαρμακεῖο, καταβάλλει τούς μισθούς μονίμου Ἰατροῦ, κατασκευάζει δημόσια κοινωφελῆ ἔργα, ἐνισχύει ἀπόρους, ὀργανώνει συσσίτιο ὀρφανῶν παιδιῶν, ἀπασχολεῖ ἔμμισθους ἐργάτες καί βοσκούς κ. τ. λ.
Πόλος ἕλξης τῶν Χριστιανῶν, εἶναι ἡ Ἱερά καί θαυματουργή Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος καί ἱαματικοῦ Παντελεήμονος. Αὐτή ἐπαργυρώθηκε τό ἔτος 1839 ἐπί ἡγουμενείας ἱερομονάχου Μακαρίου, διά χειρός Νικ. Λούρου, σύμφωνα πάντα μέ τήν σχετική ἀργυροσκάλιστη ἐπιγραφή της. Πλῆθος προσκυνητῶν συρρέουν γιά νά ἀσπαστοῦν τήν χαριτόβριτη ἀυτή Εἰκόνα, ἰδιαίτερα κατά τίς ἡμέρες τῆς ἑορτῆς Του. Κάθε ξενιτεμένος Τηλιακός νοσταλγεῖ τό κάλλος τῆς μορφῆς Του καί ἐπιδιώκει τήν παρουσία του στό καστρομονάστηρο τοῦ νησιοῦ, γιά νά πάρει δύναμη καί σθένος ἀπό τόν μεγάλο αὐτόν Ἅγιο, προκειμένου νά ἀντιμετωπίσει τίς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς.
Σήμερα τό ἱστορικό Μοναστήρι δέν ἔχει ἀδελφότητα. Ἐπιστάτης του εἶναι ὁ Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος Τήλου Ἀρχιμ. π. Ἀθανάσιος Φραγκόπουλος. Ἡ Ἱ. Μονή διοικεῖται ἀπό Ἐπιτροπή, πού μεριμνᾶ γιά τίς ἐν γένει ἀνάγκες της. Εἶναι ἐπισκέψιμη καθημερινά, καί ὁ Προσκυνητής ἔχει πλέον τήν δυνατότητα νά ἀναχθεῖ πνευματικῶς καί νά ἀπολαύσει τό ἱστορικό Καθολικό στήν πρωταρχική του αἴγλη καί μεγαλοπρέπεια, ἀφοῦ προσφάτως ἡ ἁρμοδία Ἐφορεία Ἀρχαιοτήτων Δωδεκανήσου ἀποκατέστησε καί συνετήρησε τόσο τόν ἐσωτερικό γύψινο διάκοσμο, ὅσο καί τίς τοιχογραφίες του, χρονολογούμενες ἀπό τά τέλη τοῦ 15ου αἰῶνος.
Ἡ Ἱερά Μονή εἶναι ἐπισκέψιμη διά τούς εὐλαβεῖς Προσκυνητάς καθημερινῶς ἀπό τόν Μαΐο ἕως τόν Σεπτέμβριο κατά τίς ὧρες 11:00 π.μ. ἕως 13:00 μ.μ. & καί 15:00 μ.μ. ἕως 17:00 μ.μ.
Διά τούς ὑπόλοιπους μῆνες, ἀλλά καί γιά περισσότερες πληροφορίες μπορεῖτε νά ἐπικοινωνεῖτε τηλεφωνικῶς μέ τόν Ἐφημέριο π. Σπυρίδωνα Γκαγκιούζη στούς τηλεφωνικούς ἀριθμούς 6980500901 – 22460 70788 – 22420 31676.
ΕΔΩ παραθέτομεν τό σχετικό ἐνημερωτικό φυλλάδιο τῆς Ὑπηρεσίας, στό ὁποῖο ἔχει κανείς τήν δυνατότητα νά βρεῖ ἐπιπλέον πληροφορίες, πέραν τῆς Ἑλληνικῆς καί στήν Ἀγγλική καί Ρωσσική γλῶσσα.